Γιάννης Σκαραγκάς ~ Η κυρά της Ρω


Αποσπάσματα

Αυτό ήταν το νησί μας, Αυτοί ήμασταν κι εμείς. Ευγενικοί κι επίμονοι. Σαν τις φωτογραφίες που βγάζαμε όλοι μαζί. Μία βγάζαμε στον γάμο σου και μία στην κηδεία σου… Και στη χαρά και στον πόνο, αγέλαστοι ήμασταν. Για να μη βλέπει ο άγιος τα μούτρα, αλλά τα κορμιά. Να μην ξεχωρίζει. Αγέλαστοι και πολλοί. Ένας έφευγε, δέκα έρχονταν. Να βλέπει ο άγιος το μπούγιο και να χάνει το μέτρημα.

Στο χώμα πέφτεις, από νεκρή καρδιά. Δεν είναι οι νόμοι που κρατάνε τον ήλιο στη θέση του, αλλά τα αμέτρητα κομματάκια των ανθρώπων που λιαστήκανε μπροστά του και κλείσανε τα μάτια μ’ ευγνωμοσύνη.

Δεν τη φοβάμαι την ερημιά. Ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Υπήρχαν χρόνια που αυτό εδώ το νησάκι, η Ρω, έμοιαζε με βασίλειο. Αυτός ήταν ο θρόνος μας. Μια ξεραμένη λεμονόφλουδα και γύρω της το μπλε. Ήμασταν εγώ, ο άντρας μου και το γαλάζιο. Αυτός ήταν ο λαός μας. Μπορεί να μην είχε φωνή, άλλαζε όμως αποχρώσεις, αμέτρητες αποχρώσεις και πρόσωπα, ανάλογα με τις εποχές και τις μέρες.


Τον αγάπησα πολύ τον Κώστα. Για πολλά πράγματα. Άλλα τα ξέχασα, άλλα τα μπέρδεψα. Ένα πράγμα όμως κράτησε την αγάπη μου για αυτόν ζωντανή. Μ' έκανε πάντα να θυμάμαι ποια είμαι. Με κοίταζε και αμέσως καταλάβαινα. Αυτό είσαι, σκεφτόμουν, αυτό το μπλε. Και, αντί για καρδιά, έχεις μία γραμμή. Όποτε θέλει, χωρίζει τον κόσμο στα δυο και, όποτε θέλει, σε βάζει στη μέση να τον βαστάς.

Αν ήτανε αγόρι, θα γεννιόταν Κυριακή, για να τον περιμένουν στο τραπέζι. Αν ήταν κοριτσούδι, θα γεννιότανε τη νύχτα, για να ξεχωρίζει τ’ αστέρια από τα πυροφάνια. Το κορίτσι θα το μάθαιναν να κολυμπά οι φώκιες και το αγόρι θα του δείχνανε να περπατά οι χελώνες. Να ξέρει η μία να μην την πνίγει το βάρος και ο άλλος να μη βιάζεται.
Ξέρεις πώς θα το αγαπούσα αυτό το παιδί; Κομμάτι κομμάτι θα του ’δινα την καρδιά μου μέχρι να μεγαλώσει. Θα μου πεις, ίσως γι’ αυτό δεν ήρθε ποτέ. Θα με είδε ο Θεός από ψηλά και θα μετάνιωσε.
«Και τι θ’ απογίνεις, βρε άμοιρη, όταν μεγαλώσει;», θα είπε. «Τι θα κάνεις σ’ έναν κόσμο που δεν θα σου έχει απομείνει καρδιά για να μοιράσεις;»

Αυτή ήταν η κότα μου. Αυτή είναι η Ελλάδα. Με το ένα μάτι περιμένει τον σύμμαχο και με το άλλο τον εχθρό. Και αυτή την ερημιά ανάμεσα στους δύο την περνάει για ζωή.

Περίεργο πράγμα η ματιά. Πέφτει πάντα σε αυτά που δεν έχεις. Στην αρχή χαίρεσαι που το έχει ο άλλος. Μετά σκέφτεσαι, εγώ πότε; Μετά, γιατί όχι εγώ; Και μετά δεν έχει τίποτα. Το πότε γίνεται ποτέ, τα χάνεις όλα για έναν τόνο, και μαζί του χάνεις κι ένα κομμάτι του εαυτού σου, αυτό που ζει με την ελπίδα.

Αυτό ήμουν. Παραλίγο άνθρωπος. Το όνειρο κάποιας μπουγάδας που λίγο ακόμα και θα γινόταν καραβόπανο. Το όνειρο της μύγας που λίγο ακόμα και θα έβαφε φτερά σαν της πεταλούδας. Η φθινοπωρινή θάλασσα που λίγο ακόμα και θα έβγαζε πόρους για να ανατριχιάζει. Αυτό το λίγο ακόμα ήμουν. Αυτή η ανάμνηση που μοιάζει με τη ζωή.

Γιατί, αν διαφέρει η ζωή του καθενός μας, είναι σε αυτό ακριβώς. Στον τρόπο με τον οποίο βάλαμε μια τάξη στις μικρές μας φασαρίες. Δεν προσπαθήσαμε όλοι με την ίδια δύναμη να βάλουμε τα κομματάκια μας σε σειρά. Και μη γελιέσαι. Αυτά που αφήνουμε πίσω μας δεν είναι η προσπάθεια, αλλά τα βασικά συστατικά των ονείρων μας. Ασύνδετα κοκκαλάκια από κορμί. Θέλει προσοχή και μελέτη για να καταλάβεις. Θέλει να τα ξαναβάλεις στη θέση τους για να βρεις αν πέταξαν, αν βυθίστηκαν ή αν μπόρεσαν να πατήσουν στα πόδια τους.



Γιάννης Σκαραγκάς, Η κυρά της Ρω, / Κυρά της Ρω (βιογραφία της Δέσποινας Αχλαδιώτη), εκδόσεις Κριτική, 2017

Σχόλια